ῥοῶδες

ῥοῶδες
ῥοώδης
with a strong stream
masc/fem voc sg
ῥοώδης
with a strong stream
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ροώδης — (I) ες / ῥοώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥόος / ῥοή] νεοελλ. αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, ρευστός («ροώδης μάζα») αρχ. 1. (για θάλασσα) ο κυματώδης, αυτός που ταράσσεται από ορμητικά ρεύματα («τὸ μάλιστα ῥοῶδες τού πελάγους», Αιλιαν.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • ՎԻԺԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0820 Chronological Sequence: 6c, 8c գ. τὸ ῤοώδες fluxus, profluvium. Վիժումն. հոսումն. հոսանք. վազք ջրոց. յորդելն վտակաց. ... *Յոյժ գիջութեամբք հոսանուտ վիժանք: Գետոց վիժանք. Փիլ. ՟ժ. բան. եւ Փիլ. լին. ՟Գ. 3: *Եւ յայնժամ կալ հոսանուտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”